- αιρικός
- αἰρικός, -ή, -ὸν (Α) [αἶρα]αυτός που γίνεται από αίρα* ή που περιέχει αίρα*, είρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… … Dictionary of Greek
αίρινος — αἴρινος, η, ον (Α) [αἶρα] αιρικός, από είρα, με είρα … Dictionary of Greek
αιρώδης — αἰρώδης, ες (Α) [αἶρα] αιρικός*, από είρα, με είρα … Dictionary of Greek
ai-rā — ai rā English meaning: a k. of grass Deutsche Übersetzung: “Grasart” Note: Root ai rü : “a k. of grass” is a reduced root *ai tra from which derived also Root ai tro : “bitter, sharp”. Material: O.Ind. ērakü “ a grass kind “ … Proto-Indo-European etymological dictionary